- ζεστοκόπημα
- το [ζεστοκοπώ]1. ζέσταμα, θέρμανση2. ακτινοβολία θερμότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζεστοκόπημα — το, ατος ζέσταμα υπερβολικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζέσταμα — το, ατος θέρμανση, ζεστοκόπημα, ξαναζέσταμα: Το ζέσταμα του φαγητού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)